Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2019

«Κοιτώντας Τη Θάλασσα».

Προάστιο Αλχατζάρ Αλασουάντ. Δαμασκός. Μάρτιος, 2011. Στο σπίτι των Γετσόζι.



«Μητέρα: Αμάρ, μην αργήσεις στο μεσημεριανό, αγόρι μου. Ξέρεις πόσο στενοχωριέται η θεία σου, νομίζει ότι το κάνεις επίτηδες!
Αμάρ: Θα έρθουν και οι θείοι; Τι γιορτάζουμε;
Μητέρα: Τι να γιορτάζουμε, πρέπει να γιορτάζουμε κάτι, για να μαζευόμαστε σαν οικογένεια, να τρώμε μια Παρασκευή; Άντε, παλικάρι μου καλό, πήγαινε και μη μας κάνεις να σε περιμένουμε! Έχω να κάνω και τόσες ετοιμασίες, θα μαγειρέψω, κίμπε, μαζούκα και χαλβά. Πρέπει να φτιάξουμε και με τον πατέρα σου την αυλή, για να κάτσουμε έξω. Τόση όμορφη μέρα, είναι κρίμα να μην τη χαρούμε! Άντε, πήγαινε και όπως είπαμε!
Αμάρ: Θα επιστρέψω στην ώρα μου, χωρίς καθυστερήσεις, χωρίς στενοχώριες και με το στομάχι άδειο, για να μπορέσω να φάω όλα όσα θα έχεις φτιάξει. Μα όλα!


Τη φιλάει και αρπάζει μια τηγανιτή μελιτζάνα από την πιατέλα, χωρίς εκείνη να τον δει.

Πατέρας: Πού θα πας, ακριβώς; Δε μας είπες ...
Αμάρ: Θα βρω τα παιδιά από το Πανεπιστήμιο, έχουμε κανονίσει. Έχουμε να μελετήσουμε, κάνουμε μία έρευνα ...
Πατέρας: Α, πολύ ωραία! Τι έρευνα;
Αμάρ: Ερευνούμε, ε ... Ψάχνουμε να βρούμε .... (κοιτώντας έξω από το παράθυρο) τη, τη .... Τη θετική επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας στον ανθρώπινο οργανισμό. Ναι, αυτό ερευνούμε. Ναι, είναι εργασία, μεγάλη εργασία. Θα μας πάρει καιρό να την υλοποιήσουμε. Είναι κάτι που σχετίζεται, άμεσα, με το πεδίο της επιστήμης μου.
Πατέρας: Εντάξει, αγόρι μου, κατάλαβα. Πολύ ενδιαφέρουσα έρευνα και είμαι περίεργος να δω και τα αποτελέσματά της! Μη σε κρατάω άλλο, άντε, πήγαινε να μελετήσεις και, όπως σου είπε και η μητέρα σου, μη μας κάνεις να σε περιμένουμε. Ξέρεις τι παθαίνει η μάνα σου, όταν κάθεσαι πολύ στον ήλιο ...
Αμάρ: Δε θ' αργήσω, μπαμπά. Να με περιμένετε, μην ξεκινήσετε χωρίς εμένα! Σου δίνω το λόγο μου».


Παραλία. Χίος | 15 Ιουνίου, 2016.


«Αμάρ: Βγήκα από το σπίτι. Πέρασα απ' τον κήπο με τις ανθισμένες τριανταφυλλιές. Έκοψα ένα από εκείνα τα μωβ, που ήταν τα πιο ευωδιαστά, δώρο της γιαγιάς μου, για το καινούργιο σπίτι. Έκλεισα την αυλόπορτα και η τσέπη μου πιάστηκε στον χαλασμένο μεντεσέ, που ο μπαμπάς ποτέ δε θυμόταν να φτιάξει. Ήθελα τόσο να τη δω, είναι η πιο όμορφη γυναίκα που έχω δει ποτέ μου! Δεν ήθελα να με περιμένει ... Ρωτάς τι είναι αυτό που με βασανίζει; Σκέφτομαι, συνέχεια, πώς θα ήταν σήμερα η ζωή μου, αν εκείνη η βόμβα δεν είχε πέσει στην πόλη μου εκείνη τη μέρα, εκείνη την ώρα ... Αν την είχα συναντήσει, αν προλάβαινα να της πω ότι είμαι ερωτευμένος μαζί της, αν, προτού προλάβει να σκεφτεί ότι είμαι τρελός, θα μου έλεγε κι αυτή ότι είναι ερωτευμένη ... Κι εγώ θα ήμουν ευτυχισμένος και θα γυρνούσα στο σπίτι στην ώρα μου ... Αν ήξερα ότι θα ήταν η τελευταία φορά που έτρωγα φαγητό της μαμάς μου, θα έτρωγα όλη την πιατέλα με τις μελιτζάνες ... Πόσο θα ήθελα να ξαναπιαστώ σ' αυτόν τον μεντεσέ! Πόσο θα ήθελα να με περίμεναν στο τραπέζι, όλοι τους! Η μητέρα, ο πατέρας, η θεία, ο θείος, και να τρώγαμε στον ανθισμένο κήπο! Αυτός ο ήλιος που πέφτει πάνω στο σώμα μου, τώρα εδώ, μου θυμίζει την έρευνα που σκαρφίστηκα. Τότε, είχε πλάκα. Τώρα, ο ήλιος με καίει.
Φωνή: Αμάρ, μπες στη θάλασσα, επιτέλους! Δεν ξέρεις τι ωραίο που είναι το νερό, σήμερα!
Αμάρ: Ναι, το νερό είναι σαν δάκρυα ...» (Απόσπασμα από το Αλισάχνες: Η Προσφυγική Κρίση μέσα από τη θεατρική γραφή, σελ. 29-31).


Πηγή: Ματσακίδου, Σ., & Μπάμη, Ί., (2018). Αλισάχνες: Η Προσφυγική Κρίση μέσα από τη θεατρική γραφή. Επιστημονική επιμέλεια: Μιχαήλ, Δ., (2018). Θεσσαλονίκη: Εκδοτικός Οίκος Κ. & Μ. Αντ. Σταμούλη, 29-31.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου